διφάσιος

διφάσιος
διφάσιος
Grammatical information: adj.
Meaning: `double, twofold' (Hdt.); cf. τριφάσιος `threefold' (Hdt.), by H. also explained as τρίφωνος.
Derivatives: δίφατον διφάσιον, δισσῶς λεγόμενον H. and τρίφατος `threefold' (Nic. Th. 102).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. διπλάσιος; so based on δί-, τρί-φατος. The second member is uncertain. The reference to φημί, seen also in δισσῶς λεγόμενον and. τρίφωνος ini H., is taken over by von Skutsch IF 14, 488ff. referring to Lat. bifāriam. Brugmann IF 17, 367, Grundr.2 2 : 1, 186 connected πεφνεῖν, φόνος, θείνω as in ἀρηΐ-φατος `killed in battle', i.e. `twice slayed' (cf. on δίπλαξ). Not better with Walde Lat. et. Wb.2 90, Brugmann Grundr.2 2 : 2, 71 to φαίνω as `twice visible'; one would expect *δίφαντος like ἄφαντος (in the Il.).
Page in Frisk: 1,399-400

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διφάσιον — διφάσιος of two kinds masc acc sg διφάσιος of two kinds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφασίοισι — διφάσιος of two kinds masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφάσια — διφάσιος of two kinds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφάσιαι — διφάσιος of two kinds fem nom/voc pl διφασία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφάσιο — το (Α διφάσιος, α, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο είδος ορυκτού αρχ. 1. ο δύο ειδών, διττός 2. στον πληθ. δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β συνθετικό τής… …   Dictionary of Greek

  • διφασία — διφασίᾱ , διφάσιος of two kinds fem nom/voc/acc dual διφασίᾱ , διφάσιος of two kinds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) διφασίᾱ , διφασία fem nom/voc/acc dual διφασίᾱ , διφασία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφασίας — διφασίᾱς , διφάσιος of two kinds fem acc pl διφασίᾱς , διφάσιος of two kinds fem gen sg (attic doric aeolic) διφασίᾱς , διφασία fem acc pl διφασίᾱς , διφασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) …   Dictionary of Greek

  • εξακοσιαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι εξακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *εξακοσιάπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροστος, διφάσιος < δίφατος). Στον υποθετ. αμάρτ. τ. απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”